μακροτάτω
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
Adv. Sup. of μακρός, farthest off, Crates Ep.11, Longus 3.17.
French (Bailly abrégé)
v. μακρῶς.
German (Pape)
am weitesten, fernsten, Sp.
Russian (Dvoretsky)
μακροτάτω: superl. к μακρῶ.
Greek (Liddell-Scott)
μακροτάτω: Ἐπίρρ. ὑπερθετ. τοῦ μακρός, εἰς μεγίστην ἀπόστασιν, ὅσον τὸ δυνατὸν μακράν, Λόγγος 3. 17.
Greek Monolingual
μακροτάτω (Α)
επίρρ. πάρα πολύ μακριά, σε πολύ μεγάλη απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότατος, υπερθ. του μακρός.