μακτήρ
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
μακτῆρος, ὁ, expld. by Hsch. in three senses:
I = μάκτρα.
II = διφθέρα.
III = μακτρισμός.
Greek (Liddell-Scott)
μακτήρ: ῆρος, ὁ, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. ὑπὸ τρεῖς σημασίας: Ι. = κάρδοπος (μάκτρα). ΙΙ. = διφθέρα. ΙΙΙ. = ὀρχήσεως σχῆμα (μακτρισμός).
Greek Monolingual
μακτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) α) «μάκτρα»
β) «διφθέρα»
γ) «μακτρισμός, σχῆμα ὀρχήστρας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ- του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα -τήρ].