τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
(Μ μανιάζω μανία
1. κατέχομαι από μανία, παραφέρομαι, οργίζομαι, παραλογιάζω
2. (για τα στοιχεία της φύσης) μαίνομαι, αγριεύω, είμαι ή γίνομαι ορμητικός («μάνιασε ο αέρας»).