μαριλοκαύτης
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
μαριλοκαύτου, ὁ, charcoal-burner, S.Fr.1067 (prob. = Ichn.34, pl.).
German (Pape)
[ῑ], ὁ, der Kohlenbrenner, Hesych.
Russian (Dvoretsky)
μᾰρῑλοκαύτης: ου ὁ обжигальщик угля, угольщик Soph.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰρῑλοκαύτης: -ου, ὁ, ὁ καίων ἢ κατασκευάζων ἄνθρακας, ἀνθρακεύς, Σοφ. Ἀποσπ. 908. - «μαριλοσκαυτῶν· ἀνθρακευτῶν· μαρίλη γὰρ ἀπόψημα τῶν ἀνθράκων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μαριλοκαύτης, -ου, ὁ (Α)
αυτός που καίει ή παρασκευάζει μαρίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + καύτης (< καίω)].