μαρσπιέ

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

το
(άκλιτο) αναβατήρας ή σκαλοπάτι οχήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marchepied < marche «βήμα, βάδισμα» + pied «πόδι»].