μαυράδα

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source

Greek Monolingual

η (Μ μαυράδα) μαύρος
1. η ιδιότητα του μαύρου, μαυρίλα, σκοτεινιά («το πρόσωπό μου πήρε από τον ήλιο μια μαυράδα αποκρουστική»)
νεοελλ.
μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα, μελανιά
μσν.
σκοτεινός τόπος.