Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
η (Μ μαυράδα) μαύρος1. η ιδιότητα του μαύρου, μαυρίλα, σκοτεινιά («το πρόσωπό μου πήρε από τον ήλιο μια μαυράδα αποκρουστική»)νεοελλ.μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα, μελανιάμσν.σκοτεινός τόπος.