μαυράδα

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

η (Μ μαυράδα) μαύρος
1. η ιδιότητα του μαύρου, μαυρίλα, σκοτεινιά («το πρόσωπό μου πήρε από τον ήλιο μια μαυράδα αποκρουστική»)
νεοελλ.
μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα, μελανιά
μσν.
σκοτεινός τόπος.