μαυρόχορτο

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

το (Μ μαυρόχορτον)
νεοελλ.
κοινή ονομασία τών ειδών φυτών Solanum nigrum, αλλ. στύχνος, και Heliotropium europaeum, αλλ. μπαμπακίτσες ή μελισσόχορτο
μσν.
αγριοντομάτα («ἔπαρον στρύχνον.... λέγουν το καὶ μαυρόχορτον»).