μεγαθαμβής

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαθαμβής Medium diacritics: μεγαθαμβής Low diacritics: μεγαθαμβής Capitals: ΜΕΓΑΘΑΜΒΗΣ
Transliteration A: megathambḗs Transliteration B: megathambēs Transliteration C: megathamvis Beta Code: megaqambh/s

English (LSJ)

μεγαθαμβές, greatly astounded, ib.2.488.

German (Pape)

[Seite 104] ές, hoch erstaunt, Opp. Cyn. 2, 488.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰθαμβής: -ές, λίαν ἔκθαμβος, Ὀππ. Κυν. 2. 488.

Greek Monolingual

μεγαθαμβής, -ές (Α)
έκθαμβος, κατάπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -θαμβής (< θάμβος), πρβλ. πολυθαμβής].