μεγαλογραφία

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλογρᾰφία Medium diacritics: μεγαλογραφία Low diacritics: μεγαλογραφία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: megalographía Transliteration B: megalographia Transliteration C: megalografia Beta Code: megalografi/a

English (LSJ)

ἡ, painting on a large scale, Vitr.7.4.4.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, Malerei großer Gegenstände, Sp., Vitruv. 7, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλογρᾰφία: ἡ, τὸ ζωγραφεῖν μεγάλα πράγματα, Βιτρούβ. 7, 4.

Greek Monolingual

μεγαλογραφία, ἡ (Α) μεγαλογράφος
το να ζωγραφίζει κάποιος έχοντας μεγάλη κλίμακα θεμάτων.