μελαινίς

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαινίς Medium diacritics: μελαινίς Low diacritics: μελαινίς Capitals: ΜΕΛΑΙΝΙΣ
Transliteration A: melainís Transliteration B: melainis Transliteration C: melainis Beta Code: melaini/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A Melaenis, the black, a name of Aphrodite at Corinth, Ath. 13.588c.
II a bivalve sea-shell, used as a drinking-cup, Sophr. 101, Herod.1.79; = πελωρίς, Xenocr. ap. Orib.2.58.97.
III μελαῖνις (sic) αἲξ καὶ βοῦς from Melaenae, Diosc.Gloss. ap. Gal.19.120.

German (Pape)

[Seite 118] ίδος, ἡ, die schwarze, nächtliche, Beiwort der Aphrodite in Korinth, Ath. XIII, 588 b.

Greek (Liddell-Scott)

μελαινίς: -ίδος, ἡ, ἡ μέλαινα, ὄνομα τῆς Ἀφροδίτης ἐν Κορίνθῳ, Ἀθήν. 588C. ΙΙ. εἶδος θαλλασίων κογχῶν, διαφερουσῶν κατὰ τὸ χρῶμα μόνον τῶν πελωρίδων, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Α· ― Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 145.

Greek Monolingual

μελαινίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. ως κύριο όν. η Μελαινίς
προσωνυμία της Αφροδίτης στην Κόρινθο («ἧ καὶ Ἀφροδίτη ἡ ἐν Κορίνθῳ ἡ Μελαινὶς καλουμένη νυκτὸς ἐπιφαινομένη ἐμήνυεν ἐραστῶν ἔφοδον πολυταλάντων», Αθήν.)
2. είδος θαλάσσιου δίθυρου κοχυλιού που το χρησιμοποιούσαν για να πίνουν, αλλ. πελωρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν- του μέλαινα + επίθημα -ίς].