μελεταίνω

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεταίνω Medium diacritics: μελεταίνω Low diacritics: μελεταίνω Capitals: ΜΕΛΕΤΑΙΝΩ
Transliteration A: meletaínō Transliteration B: meletainō Transliteration C: meletaino Beta Code: meletai/nw

English (LSJ)

take thought for, attend to, c. gen., Mnemos.57.208 (Argos, vi B. C.).

Greek Monolingual

μελεταίνω (Α)
δίνω προσοχή σε κάτι, έχω τον νου ή τη σκέψη μου σε κάτι, φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη μορφή του μελεδαίνω, πιθ. κατ' επίδραση τών μελέτη, μελετῶ].