μεμακυῖα

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμακυῖα Medium diacritics: μεμακυῖα Low diacritics: μεμακυία Capitals: ΜΕΜΑΚΥΙΑ
Transliteration A: memakyîa Transliteration B: memakuia Transliteration C: memakyia Beta Code: memakui=a

English (LSJ)

v. μηκάομαι.

German (Pape)

[Seite 129] part. perf. zu μηκάομαι.

French (Bailly abrégé)

v. μηκάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεμᾰκυῖα: part. pf. 2 f к μηκάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεμᾰκυῖα: «μεμυκυῖα, βληχωμένη, φωνοῦσα, βοῶσα» Ἡσύχ.· - ἴδε ἐν λέξ. μηκάομαι.

English (Autenrieth)

see μηκάομαι.

Greek Monotonic

μεμᾰκυῖα: Επικ. αντί μεμηκυῖα, θηλ. μτχ. παρακ. του μηκάομαι.