μεραρχία

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεραρχία Medium diacritics: μεραρχία Low diacritics: μεραρχία Capitals: ΜΕΡΑΡΧΙΑ
Transliteration A: merarchía Transliteration B: merarchia Transliteration C: merarchia Beta Code: merarxi/a

English (LSJ)

ἡ, command of a μεράρχης, Ascl.l.c., Arr.l.c.

German (Pape)

[Seite 134] ὴ, Amt u. Würde des Vorigen, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

μεραρχία: ἡ, δύο χιλιαρχίαι, δηλ. 2048 ἄνδρες, Αἰλιαν. Τακτ. 9, 7, κλ.

Greek Monolingual

η (Α μεραρχία) μεράρχης
νεοελλ.
οργανική μεγάλη μονάδα του στρατού, η οποία περιλαμβάνει μονάδες όλων τών όπλων, σωμάτων και υπηρεσιών, ώστε να έχει επιχειρησιακή αυτοτέλεια, και η οποία είναι η μικρότερη από τις μεγάλες μονάδες
αρχ.
στρατιωτική μονάδα που διοικούσε ο μεράρχης και την οποία αποτελούσαν δύο χιλιαρχίες, δηλ. 2.048 άνδρες.