μεσοστάτης
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, inner beam or standard in the plinth of a torsion-engine, Ph.Bel.55.12, Hero Bel.104.9, Apollod.Poliorc.165.10, al.
German (Pape)
[Seite 140] ὁ, der in der Mitte steht, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
μεσοστάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ μέσῳ ἱστάμενος, ὁ μεσαῖος στῦλος, Ἥρων Βελοπ. σ. 137.
Greek Monolingual
μεσοστάτης, ὁ (Α)
αυτός που στέκεται στο μέσο, ο μεσαίος στύλος ή παραστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -στάτης (< θ. στα- του (ἵστημι, πρβλ. στατός), πρβλ. ιεροστάτης, χοροστάτης].