μεσοφόρι

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

και μισοφόρι, το
ελαφρύ γυναικείο εσώρουχο που φοριέται κάτω από το φόρεμα, μεσοφούστανο, κομπινεζόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μεσο-φόρι(ο)ν, υποκορ. του ουδ. μεσό-φορον (ενν. ένδυμα) ενός αμάρτυρου επιθ. μεσόφορος (για τη σχέση μεταξύ μεσοφόρι και μισοφόρι βλ. μεσο-)].