μετακλώ

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

μετακλῶ, -άω (Α)
1. συγκάμπτω, λυγίζω
2. υποτάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κλῶ «σπάζω»].