μηδαμού

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

(Α μηδαμοῦ και μηθαμοῦ)
επίρρ. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά («τῶν Ἑλληνίδων πόλεων ἥτις μηδαμοῦ ξυμμαχεῖ», Θουκ.)
αρχ.
(τρόπου) σε καμιά περίπτωση, καθόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. ουδαμού)].