μηχανόβιος

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο- φανατικός λάτρης και χρήστης τών μοτοσυκλετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -βιος (< βίος), πρβλ. θαλασσόβιος].