μιγάδην
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
Adv., = μίγα (mixed, blent with, together, mixed with), Nic. Al. 277, 349.
German (Pape)
[Seite 182] = Vorigem, Nic. Al. 349.
Greek (Liddell-Scott)
μῐγάδην: [ᾰ], Ἐπιρρ. = τῷ προηγ., Νικ. Ἀλ. 277, 349.
Greek Monolingual
μιγάδην (Α)
επίρρ. μίγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίγα + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχάδην)].