μισοσώματος
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
μισοσώματον, hating the body, Ptol. Tetr.158.
German (Pape)
[Seite 192] den Leib bassend, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοσώμᾰτος: -ον, ὁ μισῶν τὸ σῶμα, Πρόκλ. Παράφρ. σ. 222.
Greek Monolingual
μισοσώματος, -ον (Α)
αυτός που μισεί το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + σῶμα, σώματος (πρβλ. φιλοσώματος)].