μολυβδώνω

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ μολυβδώ, -όω) μόλυβδος
νεοελλ.
επικαλύπτω, επενδύω κάτι εσωτερικά ή εξωτερικά με μόλυβδο, βαραίνω κάτι με την προσθήκη μολύβδου
αρχ.
παθ. μολυβδοῦμαι, -όομαι
α) λειώνω σαν μόλυβδος
β) (για το παιγνίδι τών αστραγάλων) είμαι γεμάτος με μόλυβδο
γ) (για δίχτυ) έχω τεμάχια μολύβδου κρεμασμένα για ευχερέστερη καταβύθιση στο νερό.