μονάξ
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
Full diacritics: μονάξ | Medium diacritics: μονάξ | Low diacritics: μονάξ | Capitals: ΜΟΝΑΞ |
Transliteration A: monáx | Transliteration B: monax | Transliteration C: monaks | Beta Code: mona/c |
v. μουνάξ.
ion. μουνάξ;
adv.
isolément.
Étymologie: μόνος.
s. das ion. μουνάξ.
μονάξ: ион. μουνάξ adv.
1 отдельно, особо (ὀρχήσασθαι Hom.);
2 в одиночку (κτεινόμενοι Hom.).
μονάξ: ἴδε μουνάξ.