μονογονία

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

η μονόγονος
1. η γένεση ενός νεογνού σε κάθε τοκετό
2. (θιολ.) αγενής —δηλ. αφυλετική—, αναπαραγωγή, οπότε αποσπάται από το γονικό σώμα ένα τμήμα του και αναπτύσσεται μόνο του σε όμοιο οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονόγονος.