μονομερίς

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

επίρρ. σε μία μόνη μέρα, μέσα στην ίδια μέρα, αυθημερόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + μέρα κατά τα επιρρμ. σε -ίς (πρβλ. αποβραδίς)].