μοργανίτης

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) ορυκτό που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος και αποτελεί ποικιλία της βηρύλλου με ροζ ή ιώδες χρώμα, λόγω της παρουσίας καισίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. morganite < όν. του J. P. Μorgan, Αμερικανού δημοσιονόμου].