μουσκίδι

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

το
το αποτέλεσμα του μουσκεύω, ολοκληρωτικό βρέξιμογίνομαι μουσκίδι» — καταβρέχομαι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχίδιον, υποκορ. του μόσχος (για τη σημ. της λέξης βλ. μουσκεύω)].