μουσκίδι

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

το
το αποτέλεσμα του μουσκεύω, ολοκληρωτικό βρέξιμογίνομαι μουσκίδι» — καταβρέχομαι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχίδιον, υποκορ. του μόσχος (για τη σημ. της λέξης βλ. μουσκεύω)].