μπετόν
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Greek Monolingual
και μπετό, το
άκλ.
1. δομικό υλικό από τσιμέντο, αμμοχάλικο και νερό, το σκυρόδεμα
2. μτφ. α) (για πρόσωπα) σκληρός, αλύγιστος
β) (για πράγματα) καθετί το ανθεκτικό
3. φρ. «μπετόν αρμέ» — σιδηροπαγές σκυρόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. beton < λατ. bitumen «άσφαλτος» < pix «πίσσα» + tumens «οίδημα, φούσκωμα»].