νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
και μπιμπίλα, η1. στρίφωμα σε εσώρουχα ή μαντίλια2. λεπτή χειροποίητη με βελόνι δαντέλα, ιδίως στο άκρο εσωρούχων και κεντημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. bir-biri «το ένα μετά το άλλο, στη σειρά»].