μπιρμπίλα

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

και μπιμπίλα, η
1. στρίφωμα σε εσώρουχα ή μαντίλια
2. λεπτή χειροποίητη με βελόνι δαντέλα, ιδίως στο άκρο εσωρούχων και κεντημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. bir-biri «το ένα μετά το άλλο, στη σειρά»].