μπογιατίζω
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
και μπογιαντίζω
1. βάφω, χρωματίζω με ελαιοχρώματα ή υδροχρώματα
2. (σχετικά με υποδήματα) επαλείφω με βερνίκι, βερνικώνω, στιλβώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boyadim, αόρ. του boyamak].