μπουκαδούρα

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source

Greek Monolingual

και μποκαδούρα, η
ναυτ. άνεμος που πνέει από τα στόμια τών κόλπων ή τών λιμανιών με κατεύθυνση προς τον μυχό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. boccatura < ιταλ. bocca «στόμα» < bucca «στόμα»].