μπουκώνω
From LSJ
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
Greek Monolingual
1. γεμίζω το στόμα κάποιου με φαγητό («όλο το μπουκώνεις το παιδί και θα πνιγεί»)
2. παρεμποδίζω λειτουργία με υπερβολική τροφοδοσία
3. υπερπληρώνω κάτι, παραγεμίζω, στουμπώνω, καργάρω
3. (αμτβ.) φράζομαι, βουλώνω, δυσλειτουργώ ή σταματώ λόγω υπερπλήρωσης («μπούκωσε το μηχάνημα»)
4. δωροδοκώ κάποιον για να πετύχω κάτι («μπούκωσε πολλούς και αθωώθηκε»)
5. μέσ. μπουκώνομαι
α) δυσκολεύομαι να αναπνεύσω από συνάχι
β) δυσκολεύομαι να καταπιώ λόγω μεγάλης μπουκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμ-βουκώνω (πρβλ. ἐμ-βαίνω > μπαίνω < βούκα «στόμα»].