μπρατσάρω

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

μπράτσα
ναυτ. εκτελώ κερούλκηση, δηλαδή τραβώ και δένω το σχοινί που διευθετεί την κεραία ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου, τακτοποιώ τις κεραίες και τα πανιά του ιστιοφόρου για να ξεκινήσει, κερουλκώ.