μυνδός

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυνδός Medium diacritics: μυνδός Low diacritics: μυνδός Capitals: ΜΥΝΔΟΣ
Transliteration A: myndós Transliteration B: myndos Transliteration C: myndos Beta Code: mundo/s

English (LSJ)

μυνδόν, dumb, S.Fr.1072, Lyc.1375; μυνδότεροι νεπόδων Call. Fr.260.

German (Pape)

[Seite 217] (μύω, mutus), stumm; Callim. fr. 260; Lycophr. 1375; von den Alten abgeleitet von μὴ αὐδῶν; den Accent bemerkt Arcad. p. 48, 11. Vgl. Casaub. zu Ath. p. 538.

Greek (Liddell-Scott)

μυνδός: -όν, (μύω) ἄλαλος, βωβός, Σοφ. Ἀποσπ. 914, Καλλ. Ἀποσπ. 260, Λυκόφρ. 1375. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μύνδος (παροξυτόνως) ἄφωνος... ἢ ἐνεός. καὶ πόλις τῆς Ἀσίας Μύνδος».

Greek Monolingual

μυνδός, -όν και, κατά τον Ησύχ., μύνδος, -ον (Α)
1. άφωνος, άλαλος, μουγγός
2. (κατά τον Ησύχ.) «μύνδος
ἄφωνος... ἢ ἐνεός
καὶ πόλις τῆς Ἀσίας Μύνδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυκός].