μυξομύκητες

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89

Greek Monolingual

οι (μυκητ.) άλλη ονομασία για τα μυκητόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxomycete (< μύξα + μύκητας). Η λ., στον λόγιο τ. μυξομύκης, μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].