μυρίῳ
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Russian (Dvoretsky)
μῡρίῳ: adv.
1 во много раз, гораздо (σοφώτεροι Eur.; βέλτιον Plat.);
2 бесконечно, чрезвычайно (διαφέρειν Plat.).