μύξης
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek Monolingual
και μυξής, θηλ. μυξού μύξα
1. αυτός από τη μύτη του οποίου τρέχουν συνεχώς μύξες, μυξιάρης
2. (ως ονειδιστική προσφώνηση) ανίκανος, τιποτένιος, μηδαμινός.