μὴδή

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

Greek Monotonic

μὴδή: μήπως..., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, μὴδῆτα, σε Αισχύλ. κ.λπ.