μὴδή
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Greek Monotonic
μὴδή: μήπως..., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, μὴδῆτα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
μὴδή: μήπως..., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, μὴδῆτα, σε Αισχύλ. κ.λπ.