νεανικότητα

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source

Greek Monolingual

η (Α νεανικότης) νεανικός
νεανική ηλικία
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του νεανικού, ζωτικότητα, θαλερότητα, ορμητικότητα
2. μτφ. σφρίγος, διάθεση, όρεξη.