νεοποίκιλτος

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοποίκιλτος Medium diacritics: νεοποίκιλτος Low diacritics: νεοποίκιλτος Capitals: ΝΕΟΠΟΙΚΙΛΤΟΣ
Transliteration A: neopoíkiltos Transliteration B: neopoikiltos Transliteration C: neopoikiltos Beta Code: neopoi/kiltos

English (LSJ)

ον, = νεοποίκιλος.

Greek Monolingual

νεοποίκιλτος, -ον (Α)
νεοποίκιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποικίλλω (< ποικίλος), πρβλ. πολυποίκιλτος].