νεοποίκιλτος
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
ον, = νεοποίκιλος.
Greek Monolingual
νεοποίκιλτος, -ον (Α)
νεοποίκιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποικίλλω (< ποικίλος), πρβλ. πολυποίκιλτος].