νευραλγικός

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευραλγία (α. «νευραλγικό σημείο» — το μέρος ενός νεύρου στο οποίο καθίσταται περισσότερο αισθητό το άλγος
β. «νευραλγικός πόνος»)
2. μτφ. ευαίσθητος, ευπαθής, καίριος («το νευραλγικό σημείο της οικονομίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευραλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αλ. Αντωνιάδη].