νεφριαῖος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
α, ον, (νεφρός) of the kidneys, στέαρ Dsc.2.76; τὸ ν. (to be read for νεφρίδιον) Hp.Mul.2.164.
Greek (Liddell-Scott)
νεφριαῖος: -α, -ον, = νεφρίδιος, Διοσκ. 2. 87.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α νεφριαῖος, -α, -ον)
αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῖον λίπος», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μετωπιαίος].