νημερτέως

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec sincérité ou véracité.
Étymologie: νημερτής.

Russian (Dvoretsky)

νημερτέως: истинно, правдиво (μυθήσασθαι Hom.).