νιμμός

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νιμμός Medium diacritics: νιμμός Low diacritics: νιμμός Capitals: ΝΙΜΜΟΣ
Transliteration A: nimmós Transliteration B: nimmos Transliteration C: nimmos Beta Code: nimmo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἡ κάθαρσις, Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

νιμμός: ὁ, ἡ κάθαρσις, Ζωναρᾶς 1401, κλ.

Greek Monolingual

νιμμός, ὁ (Α)
(κατά τον Ζωναρά) «ἡ κάθαρσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + κατάλ. -μός (πρβλ. τριμμός)].

German (Pape)

ὁ, Waschwasser, Sp., vgl. Lobeck Phryn. p. 193.