ντοσιέ

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

το
άκλ. μεγάλος σκληρός φάκελος που χρησιμεύει για την ταξινόμηση και φύλαξη εγγράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dossier < γαλλ. dos «ράχη, νώτα» < λατ. dorsum «ράχη, νώτα»].