νυκτέρευμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, night-quarters, Plb.12.4.9.
German (Pape)
τό, Nachtquartier, ein Ort, wo das Vieh bei Nacht bleibt, Pol. 12.4.9.
Russian (Dvoretsky)
νυκτέρευμα: ατος τό место ночлега (для скота), ночные закуты Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτέρευμα: τό, νυκτερινὸν κατάλυμα, Πολύβ. 12. 4, 9.
Greek Monolingual
και νυκτέρεμα, το (ΑΜ νυκτέρευμα) νυκτερεύω
νεοελλ.-μσν.
αγρυπνία καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, νυχτέρι, ξενύχτι, διανυκτέρευση
αρχ.
τόπος νυχτερινού σταβλισμού ζώων, νυχτερινό κατάλυμα ζώων.