νυκτιμανής
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
νυκτιμανές, raging by night, Ἀπαρκίας Ath.Mitt.12.262 (Erythrae).
Greek Monolingual
νυκτιμανής, -ές (Α)
(για άνεμο) αυτός που μαίνεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -μανής (< μαίνομαι)].