νυκτοπόλεμος

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπόλεμος: ὁ, πόλεμος ἐν ὥρᾳ νυκτός, Ἀφρικ. Κεστ. 310.-

Greek Monolingual

νυκτοπόλεμος, ὁ (Α)
πόλεμος που γίνεται τη νύχτα.

German (Pape)

ὁ, nächtlicher Krieg.