νυφίτσα

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

η (Μ νυφίτσα και νυμφίτσα) νύφη
κοινή ονομασία ικτίδας, της Μustela nivalis, του μικρότερου αλλά και αιμοχαρούς σαρκοφάγου θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύφη κατ' ευφημισμό (πρβλ. γαλλ. belette < belle «όμορφη, καλή»)].